αστικοποίηση

αστικοποίηση
Όρος που δηλώνει τον βαθμό συγκέντρωσης του πληθυσμού μίας χώρας ή περιοχής στα αστικά κέντρα, δηλαδή (σύμφωνα με όσα ισχύουν στην Ελλάδα) σε οικισμούς που έχουν περισσότερους από 10.000 κατοίκους. Η προτίμηση των ανθρώπων προς τις πόλεις είναι πανάρχαιο φαινόμενο που επιβεβαιώνεται από τα αρχαιολογικά δεδομένα, πήρε όμως μια πρωτόγνωρη έκταση από τότε που έγινε η Βιομηχανική επανάσταση. Την εποχή εκείνη οι άνθρωποι εγκατέλειπαν ήδη την ύπαιθρο, γιατί η αύξηση του πληθυσμού και η βελτίωση των καλλιεργητικών μεθόδων μείωναν συνεχώς τη διαθέσιμη καλλιεργήσιμη γη ανά άτομο. Ταυτόχρονα, οι νέες τότε παραγωγικές μονάδες που λέγονταν εργοστάσια είχαν μεγάλο βαθμό εξάρτησης από την ύπαρξη εργατικών χεριών. Έτσι, κάθε εργοστάσιο μετατράπηκε με τον καιρό σε πόλο έλξης ανθρώπων οι οποίοι έρχονταν από τις γύρω αγροτικές περιοχές με στόχο την εύρεση εργασίας. Μέσα σε λίγες μόνο δεκαετίες του 19ου αι. πολλές βρετανικές (Μάντσεστερ, Λίβερπουλ) και γερμανικές πόλεις (περιοχή Ρουρ) λίγων χιλιάδων κατοίκων μετατράπηκαν σε αστικούς γίγαντες. Το φαινόμενο αυτό είχε αμφίδρομη επίδραση με τη βιομηχανία, γιατί οι επενδυτές προτιμούσαν πια να χτίζουν τα εργοστάσιά τους σε περιοχές που ήδη διέθεταν σημαντικό εργατικό δυναμικό. Η ταυτόχρονη ανάπτυξη των υπηρεσιών που είχαν σκοπό να διευκολύνουν τη βιομηχανική ανάπτυξη, αλλά και τη διατήρηση των ίδιων των πόλεων, δημιούργησε νέες θέσεις εργασίας και ενέτεινε ακόμα περισσότερο την α. Σήμερα, η Μεγάλη Βρετανία και η Γερμανία χαρακτηρίζονται από α. που ξεπερνά το 90% και τις ακολουθούν σε μικρή απόσταση πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Στην Ελλάδα η α. ήταν χαμηλή μέχρι τις αρχές του 20ού αι., εντάθηκε όμως από την εποχή της Μικρασιατικής καταστροφής και μετά, γιατί το πλήθος των εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων κατέφυγε στις μικρές ακόμα πόλεις αναζητώντας πόρους ζωής. Σήμερα περίπου 6 στους 10 Έλληνες κατοικούν σε αστικά κέντρα και το ποσοστό αυτό αυξάνεται συνεχώς. Η πολαιοδομική συγκρότηση της Αθήνας ακολούθησε μια άναρχη ανάπτυξη που επηρεάζει την ποιότητα ζωής των κατοίκων της. Η αστικοποίηση στη χώρα μας επιταχύνθηκε μετά τη Μικρασιατική καταστροφή του 1922.
* * *
η
η συγκέντρωση τού πληθυσμού σε πόλεις με την αύξηση του αριθμού τών αστικών κέντρων και με την αύξηση τού πληθυσμού που διαμένει σ' αυτά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …   Dictionary of Greek

  • Ανατολική Μακεδονία και Θράκη — Διοικητική περιφέρεια (14.157 τ. χλμ., 611.067 κάτ.) της Ελλάδας, η οποία περιλαμβάνει τους νομούς Δράμας, Έβρου, Καβάλας, Ξάνθης και Ροδόπης. Η πληθυσμιακή της πυκνότητα (43 κάτ./τ. χλμ.) είναι αισθητά μικρότερη από τη μέση πληθυσμιακή πυκνότητα …   Dictionary of Greek

  • Άρτεμη — I Θεότητα του δωδεκάθεου των αρχαίων Ελλήνων. Το όνομά της δεν μας αποκαλύπτει τίποτα για την καταγωγή της. Τα χαρακτηριστικά όμως γνωρίσματα, με τα οποία εμφανίζεται στην Πελοπόννησο, όπου η λατρεία της είναι παλαιότερη από οπουδήποτε αλλού, ως… …   Dictionary of Greek

  • αστική ανάπτυξη — Το φαινόμενο της συνεχούς ανάπτυξης των αστικών κέντρων, όχι μόνο από πληθυσμιακή άποψη, αλλά και στο επίπεδο της έκτασης και της εσωτερικής οργάνωσης. Η α.α. δεν πρέπει να συγχέεται με την αστικοποίηση (βλ. λ.), γιατί αφορά την ανάπτυξη των… …   Dictionary of Greek

  • αστική οικολογία — Κλάδος της οικολογίας που εξετάζει τις οικολογικές σχέσεις οι οποίες αναπτύσσονται στο εσωτερικό των μεγάλων πόλεων, όπως επίσης και τις αντίστοιχες σχέσεις που αναπτύσσονται ανάμεσα στις πόλεις και τον χώρο που τις περιβάλλει. Η χωριστή… …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • Αφγανιστάν — Κράτος της νοτιοκεντρικής Ασίας.Συνορεύει στα Β με το Τουρκμενιστάν (ΒΔ), το Ουζμπεκιστάν, το Τατζικιστάν (ΒΑ) και την Κίνα (ΒΑ), στα Α και Ν με το Πακιστάν και στα Δ με το Ιράν.Το Α. βρίσκεται στο κέντρο της αχανούς νότιας Ασίας, ανάμεσα σε μια… …   Dictionary of Greek

  • Βόρειο Αιγαίο — Διοικητική περιφέρεια (3.836 τ. χλμ., 206.121 κάτ.) της χώρας που περιλαμβάνει τους νομούς Λέσβου, Χίου και Σάμου. Οι νομοί αυτοί ανήκουν στο ευρύτερο γεωγραφικό διαμέρισμα του Αιγαίου, αποτελούν όμως χωριστή περιφέρεια, γιατί τα νησιά που τους… …   Dictionary of Greek

  • Βουλγαρία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Β με τη Ρουμανία, στα Δ με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία (ΒΔ) και την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΝΔ), στα Ν με την Ελλάδα και την Τουρκία, ενώ Α βρέχεται από… …   Dictionary of Greek

  • Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”